- σφυρηλάτης
- ο, ΝΜαυτός που σφυρηλατεί, που κατεργάζεται μέταλλα με σφυρηλασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. κωπ-ηλάτης. Το -η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιρηλάτης — ο αυτός που κατεργάζεται τον σίδηρο με την αίρα (= σφύρα), σφυρηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίρα + ελάτης < ελαύνω νεοελλ. λόγια λ. που πλάστηκε από τον Γρηγόρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
σφυροκόπος — ο / σφυροκόπος, ον, ΝΑ αυτός που κατεργάζεται μέταλλα με τη σφύρα, σφυρηλάτης αρχ. (το αρσ. ως κύριο όν.) Σφυροκόπος τίτλος έργου τού Σοφοκλέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κόπος] … Dictionary of Greek